- ματσουκώνω
- χτυπώ με ματσούκα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ματσουκώνω — [ματσούκα] χτυπώ με το ματσούκι, δέρνω … Dictionary of Greek
ματσουκίζω — [ματσούκα] ματσουκώνω … Dictionary of Greek